παραιτεῖται

παραιτεῖται
παραιτέομαι
beg of
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παραιτέομαι
beg of
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • отъмѣтатисѧ — ОТЪМѢТА|ТИСѦ (93), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отказываться, отвергать: и къто ѥсть обьща˫а вѣры отъмѣта˫асѧ и заповѣди. отъ оц҃ь извѣщеныихъ своѥю братиѥю. (τίς ἐστιν ὁ… ἀρνούμενος) КЕ XII, 169а; Насарѧне съказаѥмии непокоривии. иже вьсѧкого плото˫адени˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… …   Dictionary of Greek

  • αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …   Dictionary of Greek

  • παραίτηση — η / παραίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι] εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος νεοελλ. 1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του 2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού… …   Dictionary of Greek

  • παραιτούμαι — ΑΜ παραιτοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιτούμαι] νεοελλ. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι στην τύχη του, τό παραμελώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτό 2. φρ. «έχε με παραιτημένο» άφησε με ήσυχο, μην μέ ενοχλείς νεοελλ. μσν. υποβάλλω παραίτηση, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”